- δακτυλιογλυφία
- δακτῠλιο-γλῠφία, ἡ,A art of cutting gems, Pl.Alc.1.128c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλιογλυφία — δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc/acc dual δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιογλυφίᾳ — δακτυλιογλυφίαι , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc pl δακτυλιογλυφίᾱͅ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιογλυφία — η (AM δακτυλιογλυφία) [δακτυλιογλύφος] η επεξεργασία πολύτιμων λίθων για δαχτυλίδια … Dictionary of Greek
δακτυλιογλυφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλιογλυφία ή στον δακτυλιογλύφο … Dictionary of Greek